- χρυσολάχανον
- τὸ, Αείδος λάχανου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + λάχανον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσολάχανον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσολαχάνου — χρυσολάχανον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσολαχάνων — χρυσολάχανον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσολάχανα — χρυσολάχανον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek
ωχεί — Α (κατά τον Διοσκ.) «ἀτράφαξις, οἱ δὲ χρυσολάχανον... Αἰγύπτιοι ὠχεῑ» … Dictionary of Greek